Άρθρα,Για την Γυναίκα,Για τον Άνδρα

Τάνια Μπαταλαμά Σεξολόγος, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια Σεξουαλικών Δυσλειτουργιών.


Ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) είναι ένας ρετροϊός ο οποίος στοχεύει και καταστρέφει έναν ορισμένο τύπο λεμφοκυττάρων (τα CD4 λεμφοκύτταρα). Όταν γίνεται αυτό, το ανοσοποιητικό σύστημα τίθεται σε κίνδυνο και γίνεται ευάλωτο σε ευκαιριακές μολύνσεις/λοιμώξεις ( δηλ. μολύνσεις/λοιμώξεις που φυσιολογικά δεν είναι επιβλαβείς, αλλά που μπορούν να είναι θανατηφόρες για κάποιον με φτωχή ανοσοποιητική λειτουργία). Όταν ένα άτομο έχει ήδη HIV και ο αριθμός των CD4 λεμφοκυττάρων του μειωθεί σε ένα επικίνδυνα χαμηλό επίπεδο, το άτομο διαγιγνώσκεται με το σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (AIDS). Αυτή είναι και η περίοδος στην οποία είναι πιθανό να συμβούν οι ευκαιριακές λοιμώξεις.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπολογίζεται ότι σημειώνονται 50.000 νέες περιπτώσεις HIV κάθε χρόνο, με συνολικά να ζούνε στο παρόν με HIV περίπου 1,1 εκατομμύριο πολίτες. Ιστορικά, και ακόμα και σήμερα, τα περισσότερα περιστατικά HIV στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποδοθεί στη σεξουαλική δραστηριότητα ανδρών που κάνουν σεξ με άνδρες, με αυτή την ομάδα να αντιπροσωπεύει στο παρόν το 63% όλων των νέων περιπτώσεων. Ωστόσο, η φύση του HIV/AIDS είναι δραματικά διαφορετική σε παγκόσμιο επίπεδο αναφορικά με την εξάπλωση και την επιδημιολογία της νόσου καθώς και τις ομάδες που είναι πιο πιθανό να επηρεαστούν. Για παράδειγμα, στην Υποσαχάρια Αφρική, υπάρχουν 1,9 εκατομμύρια καινούριες περιπτώσεις το χρόνο και περίπου 22,9 εκατομμύρια άτομα είναι μολυσμένα στο παρόν. Αυτό σημαίνει ότι σε περιοχές της Αφρικής, ένας στους είκοσι ενήλικες ζει με HIV/AIDS. Η άλλη κύρια απόκλιση από τις στατιστικές των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ότι, σε αντίθεση με τη δυσανάλογη μόλυνση από ομοφυλόφιλους άνδρες, οι περισσότερες περιπτώσεις HIV παγκοσμίως αποδίδεται σε ετεροφυλόφιλους, με τους άνδρες και τις γυναίκες να επηρεάζονται εξίσου.

Ο HIV μεταδίδεται μέσω της σεξουαλικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων της κολπικής και πρωκτικής διείσδυσης χωρίς τη χρήση προφυλακτικού, καθώς και άλλων δραστηριοτήτων στις οποίες υπάρχει ανταλλαγή σωματικών υγρών τα οποία περιέχουν αίμα ή υψηλή συγκέντρωση του ιού (π.χ. τοκετός, μοίρασμα βελόνων μεταξύ χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών, ή όταν οι άνθρωποι κάνουν τατουάζ ή τρύπημα αυτιών, μύτης κτλ. με εξοπλισμό που δεν έχει αποστειρωθεί). Το μεγαλύτερο ρίσκο βρίσκεται στην έκθεση ενός ανθρώπου στο σπέρμα ή το αίμα ενός ατόμου με μία νέα ή προχωρημένη μόλυνση επειδή αυτά τείνουν να έχουν τις μεγαλύτερες ποσότητες ιού στο σύστημά τους. Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, δεν υπάρχει κυριολεκτικά κανένα ρίσκο μόλυνσης από τον HIV από έκθεση στον ιδρώτα, τα δάκρυα, ή το σάλιο ενός μολυσμένου ατόμου. Αυτά τα σωματικά υγρά περιέχουν μόνο ίχνη του ιού, καθιστώντας τη μετάδοση σχεδόν αδύνατη.

Τα άτομα που έχουν μολυνθεί από τον HIV μπορεί να μην το συνειδητοποιήσουν για μήνες ή και χρόνια επειδή υπάρχουν λίγα συμπτώματα που συσχετίζονται με την αρχική μόλυνση. Στην πραγματικότητα, υπολογίζεται ότι ένα στα πέντε άτομα δε γνωρίζουν ακόμα ότι έχουν HIV, το οποίο είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο ο ιός συνεχίζει να εξαπλώνεται.

Εάν ο HIV εξελιχθεί σε πλήρως αναπτυγμένο AIDS, μπορεί να αναπτυχθεί μία ποικιλία απειλητικών για τη ζωή επιπλοκών. Η πιο κοινή σοβαρή ασθένεια μεταξύ των ατόμων που έχουν μολυνθεί από HIV, και η οποία ευθύνεται για πολλούς θανάτους από AIDS, είναι η πνευμονία που προκαλείται από υπέρ-ανάπτυξη του πρωτόζωου Pneumocystis carinii, το οποίο κανονικά κατοικεί στους πνεύμονες υγιών ατόμων. Άλλες ευκαιριακές λοιμώξεις που συσχετίζονται με τον HIV συμπεριλαμβάνουν τη φυματίωση, εγκεφαλίτιδα, σαλμονέλα, και τοξοπλάσμωση. Το σώμα είναι επίσης ευάλωτο σε διάφορες μορφές καρκίνου.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει θεραπεία για το HIV/AIDS. Ωστόσο, η αντιμετώπιση έχει βελτιωθεί δραματικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες και οι άνθρωποι είναι ικανοί να ζήσουν με τη μόλυνση για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από ποτέ. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας καθημερινά αντι-ρετροϊκά φάρμακα, η πρόοδος της νόσου επιβραδύνεται σημαντικά και το ρίσκο μετάδοσης της μόλυνσης σε σεξουαλικούς συντρόφους μειώνεται δραματικά επειδή η ποσότητα του ιού που κυκλοφορεί ελεύθερος σε σωματικά υγρά πέφτει σε σχεδόν μη ανιχνεύσιμα επίπεδα. Στην πραγματικότητα, στις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις, το ποσοστό μετάδοσης του HIV σε ζευγάρια όπου ο ένας σύντροφος έχει τον ιό και ο άλλος όχι είναι κοντά στο μηδέν όταν το θετικό φορτίο του ιού του οροθετικού συντρόφου (του συντρόφου που έχει HIV) καταπνίγεται μέσω φαρμακοθεραπείας. Αυτά τα φάρμακα έχουν επίσης καταστήσει λιγότερη πιθανή τη μετάδοση του ιού από οροθετικές έγκυες γυναίκες στα παιδιά τους μέσω του τοκετού.

Τελευταία άρθρα

Πρέπει να διαβάσετε
Τυχαία άρθρα
Τελευταία Video